- ἐμπαθῶς
- ἐμπαθήςin a state of emotionadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ԱԽՏԱՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0019 Chronological Sequence: 8c, 12c մ. ἑμπαθῶς cum adflictu vel passionibus Ախտաւոր օրինակաւ, անկարգ ախորժակաւ. *Զբանաստեղծից նիւթեղինապէս եւ ախտաւորաբար մնալն ... Ի գետնանախանձ նուաստութիւն պատկերացն ախտաւորաբար խթիլ. Դիոն. թղթ. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
κατασυκοφαντώ — (Α κατασυκοφαντῶ, έω) νεοελλ. συκοφαντώ κάποιον σε μεγάλο βαθμό, με πάθος και επιμονή αρχ. (σχόλ.) επικρίνω εμπαθώς, κατηγορώ κάποιον με πάθος … Dictionary of Greek
πρόσυλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη 2. (κατ επέκτ.) υλικός. επίρρ... προσύλως Α κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + υλος (<… … Dictionary of Greek
ԱԽՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c մ. ἑμπαθῶς ut affectibus obnoxius Կրիւք. կարեօք. ըստ կարեաց մարմնոյ. *Ախտաբար՝ ի՛մն Աստուած ոչ ծնաւ. աստուածավայելչապէս ասեմ զծնունդն: Կերակրոց եւ ըմպելեաց ախտաբար հոսմանց. Նիւս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԻՒԱՆԴԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0100 Chronological Sequence: 5c, 14c գ. ἁρρωστία infirmitas. Խօթասրտութիւն. թուլութիւն. թուլամորթութիւն. հիւանդութիւն հոգւոյ. *Տրտմականք իցեն պահքն վասն պահողացն հիւանդամտութեան. Երզն. մտթ.: *Ցաւակից լինել որպէս հիւանդացեալ անդամոյ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)